- χειροβρώς
- χειρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ,A gnawing the arms,
δεσμός Stesich.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσμός Stesich.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek